- ἐνταφιαστικός
- ἐντᾰφ-ιαστικός, ή, όν,A of an
ἐνταφιαστής, τάξις PSorb.675.14
(iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνταφιαστής, τάξις PSorb.675.14
(iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.